- στεφανηφορία
- στεφανηφορίᾱ , στεφανηφορίαwearing of a wreathfem nom/voc/acc dualστεφανηφορίᾱ , στεφανηφορίαwearing of a wreathfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεφανηφόρια — τὰ, Α [στεφανηφόρος] 1. στεφανηφορία 2. εορτή στην Αλεξάνδρεια … Dictionary of Greek
στεφανηφορία — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορία και στεφανοφορία Α [στεφανηφόρος] 1. το να φορεί κανείς στεφάνι, ιδίως νίκης («τόνδε κῶμον και στεφανοφορίαν δέξαι», Πίνδ.) 2. (στην αρχαιότητα) α) εορτή ή θυσία κατά την οποία οι πολίτες φορούσαν στεφάνια β) το… … Dictionary of Greek
στεφανηφορίας — στεφανηφορίᾱς , στεφανηφορία wearing of a wreath fem acc pl στεφανηφορίᾱς , στεφανηφορία wearing of a wreath fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηφορίαι — στεφανηφορία wearing of a wreath fem nom/voc pl στεφανηφορίᾱͅ , στεφανηφορία wearing of a wreath fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηφορίαν — στεφανηφορίᾱν , στεφανηφορία wearing of a wreath fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηφορίαις — στεφανηφορία wearing of a wreath fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε … Dictionary of Greek
στεμματοφορία — ἡ, Α [στεμματοφόρος] το να φορεί κανείς στέφανο, στεφανηφορία … Dictionary of Greek
στεφανηφορικός — ή, όν, Α [στεφανηφόρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στεφανηφορία 2. αυτός που έχει το δικαίωμα να φορεί στεφάνι … Dictionary of Greek
στεφανοφορία — ἡ, Α βλ. στεφανηφορία … Dictionary of Greek